- ξεπλανώ
- ξεπλανεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-πλανῶ (αόρ. ἐξ-επλάνησα) βλ. και λ. ξ(ε)-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαπατώ — (AM ἐξαπατῶ, άω) (επιτ. τ. τού απατῶ, συχνά και χωρίς επιτ. σημ.) 1. ξεγελώ, κοροϊδεύω, δολιεύομαι, παραπλανώ (α. «τόν εξαπατά με υποσχέσεις» β. «ἐμέ δ ἐξηπάτησεν Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) 2. (για γυναίκα) με απατηλές υποσχέσεις παρασύρω, ξεπλανώ,… … Dictionary of Greek
ξεπλανεύω — αποπλανώ, διαφθείρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεπλανώ + κατάλ. εύω] … Dictionary of Greek